- επακούω
- (AM ἐπακούω)ακούω ευμενώς, δέχομαι να εκτελέσω κάτι («ἐπάκουσον τῆς δεήσεώς μου»)αρχ.-μσν.1. ακροώμαι, ακούω με προσοχή(«νῡν ἐπάκουσον», Αισχύλ.)2. κατανοώ, καταλαβαίνω («πάντας ἀλλήλων ἐπακούειν τῆς διαλέκτου μὴ δύνασθαι», Τατιαν.)3. (για συμβουλές ή διαταγές) υπακούωμσν.αποκρίνομαι σε κάποιοναρχ.1. ακούω2. κρυφακούω, ωτακουστώ3. (με γεν.) μαθαίνω, πληροφορούμαι για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.